ξεχωρίσῃ, θὰ
Ερμηνεία:
ξεχωρίσῃ, θὰ [γ΄πρόσωπο ενικού του μελλοντος οριστ. το ρ. ξεχωρίζω (κάνω διαχωρισμό)]
Ετυμολογία:
[ξε- (ἐκ) + χωρίζω (Καινή Διαθήκη 13 φορές)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…κ’ ἕνας θάνατος θα μας ξεχωρίσῃ. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|